- ἀξίνας
- ἀξί̱νᾱς , ἀξίνηaxe-headfem acc plἀξί̱νᾱς , ἀξίνηaxe-headfem gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αξινοκράτημα — το (Μ ἀξινοκράτημα) ξύλο της αξίνας, στειλιάρι … Dictionary of Greek
αξινορύγια — ἀξινορύγια, τα (Μ) (κ. νεοελλ. αξινογύρι, το) είδος αξίνας κατάλληλης για σκάψιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αξίνη + ορύγιον (υποκορ. του όρυξ «σκαπάνη»)] … Dictionary of Greek
κότσος — ο 1. είδος γυναικείου χτενίσματος κατά το οποίο μαζεύονται τα μαλλιά στο πίσω μέρος τού κεφαλιού, το σφαιροειδές σύστρεμμα τών μαλλιών στην κορυφή ή στο πίσω μέρος τού κεφαλιού 2. το άκρο τής αξίνας με το οποίο γίνεται το βωλοκόπι τού χωραφιού.… … Dictionary of Greek
πλατυλίγιστον — τὸ, Α (ενν. κηπουρικόν) πλατύ λισγάρι, είδος πλατιάς αξίνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ * + λίγιστον (< λίσγιστον < λίσγον «αξίνα, σκαπάνη, σκαλιστήρι»)] … Dictionary of Greek
στειλιάρι — στειλιάρι, το και στελιάρι, το 1. ξύλινο ραβδί: «Σου χρειάζεται στειλιάρι», σου χρειάζεται ξύλο. 2. το ξύλινο τμήμα της αξίνας: Έσπασε το στειλιάρι της τσάπας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)